- συμμίσγω
- Α(επικ. και ιων και αττ. τ.) βλ. συμμιγνύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek
προσυμμίσγω — Α αναμιγνύω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + συμμίσγω, άλλος τ. του συμμ(ε)ίγνυμι] … Dictionary of Greek
συμμειγνύω — ΝΜΑ, και συμμείγνυμι και επικ. και ιων. και αττ. τ. συμμίσγω Α βλ. συμμιγνύω … Dictionary of Greek
συμμιγνύω — και συμμειγνύω ΝΜΑ, και συμμείγνυμι και επικ. και ιων. και αττ. τ. συμμίσγω Α [μ(ε)ιγνύω] αναμιγνύω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, ανακατώνω μαζί, συμφύρω αρχ. 1. (σχετικά με δύο στρατεύματα) συγχωνεύω, συνενώνω 2. (σχετικά με πρόσ.) ενώνω,… … Dictionary of Greek